- ἐφεκτικός
- ἐφεκτικόςable to checkmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek
εφεκτικός — ή, ό 1. ο δισταχτικός, ο επιφυλαχτικός. 2. φρ., «εφεκτικοί φιλόσοφοι», οι φιλόσοφοι που πιστεύουν πως η γνώση δεν είναι δυνατή, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφεκτικά — ἐφεκτικός able to check neut nom/voc/acc pl ἐφεκτικά̱ , ἐφεκτικός able to check fem nom/voc/acc dual ἐφεκτικά̱ , ἐφεκτικός able to check fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικώτερον — ἐφεκτικός able to check adverbial comp ἐφεκτικός able to check masc acc comp sg ἐφεκτικός able to check neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικῶν — ἐφεκτικός able to check fem gen pl ἐφεκτικός able to check masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικόν — ἐφεκτικός able to check masc acc sg ἐφεκτικός able to check neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικαί — ἐφεκτικός able to check fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικοῖς — ἐφεκτικός able to check masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικοί — ἐφεκτικός able to check masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεκτικοῦ — ἐφεκτικός able to check masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)